- παραλαμβάνοντας
- παραλαμβάνωreceive frompres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγραυλία — Γιορτή της αρχαίας Αθήνας κατά τη διάρκεια της οποίας όλοι οι νέοι, μόλις γίνονταν έφηβοι, συγκεντρώνονταν στον ναό της Αγραύλου και ορκίζονταν να υπερασπιστούν την πατρίδα τους, παραλαμβάνοντας και τα όπλα τους. * * * ἀγραυλία, η (Α) [ἄγραυλος]… … Dictionary of Greek
Ντέιβι, Χάμφρεϊ — (Sir Humphry Davy, Πενζάνς 1778 – Γενεύη 1829). Άγγλος χημικός. Σπούδασε φυσικές επιστήμες και χημεία και αφοσιώθηκε στη δεύτερη, αφού μελέτησε τις εργασίες του Νίκολσον και του Λαβουαζιέ (1797). Το 1801 διορίστηκε καθηγητής στο Βασιλικό… … Dictionary of Greek